αγλαέθειρος

αγλαέθειρος
ἀγλαέθειρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λαμπερά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγλαός + ἔθειρα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀγλαέθειρον — ἀγλαέθειρος bright haired masc/fem acc sg ἀγλαέθειρος bright haired neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγλαός — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γεωργός από την Ψωφίδα της Αρκαδίας. To Μαντείο των Δελφών τον ανακήρυξε ευτυχέστερο από τον πάμπλουτο βασιλιά των Λυδών Κροίσο, γιατί ενώ όλη του η περιουσία ήταν ένα μικρό χωράφι, ζούσε ευτυχισμένος από τα προϊόντα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”